Присасывание στα ελληνικά
Μετάφραση: присасывание, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άντληση, αναρρόφηση, αναρρόφησης, αναρροφήσεως, απορρόφησης, κενό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- блудить στα ελληνικά - τριγυρίζω, περιφέρομαι, μαυλίζω, περιπλανιέμαι, εκμαυλίζω, ξεμαυλίζω, πορνεύω, ...
- бумажный στα ελληνικά - χαρτί, χαρτιού, έγγραφο, το χαρτί, του χαρτιού
- гонение στα ελληνικά - διωγμός, καταδίωξη, δίωξης, διώξεις, διωγμό
- десятиборец στα ελληνικά - δεκαθλητής
Τυχαίες λέξεις
Присасывание στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άντληση, αναρρόφηση, αναρρόφησης, αναρροφήσεως, απορρόφησης, κενό
Μεταφράσεις: άντληση, αναρρόφηση, αναρρόφησης, αναρροφήσεως, απορρόφησης, κενό