Присвоить στα ελληνικά

Μετάφραση: присвоить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατάλληλος, αποδίδω, τσέπη, αναθέτω, σφετερίζομαι, διορίζω, οικειοποιούμαι, εκχωρήσετε, αναθέσει, εκχωρήσει, αναθέτουν, ορίσετε
Присвоить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • багрянистый στα ελληνικά - μωβ, πορφυροειδής, μοβ, purplish, πορφυρό
  • внебрачный στα ελληνικά - νόθος, παράνομη, παράνομες, παράνομο, παράνομου
  • еж στα ελληνικά - αχινός, σκατζόχοιρος, σκαντζόχοιρος, τύπου ακανθόχοιρου
  • женоненавистничество στα ελληνικά - μισογυνία, misogyny, μισογυνισμού, μισογυνισμός, ο μισογυνισμός
Τυχαίες λέξεις
Присвоить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατάλληλος, αποδίδω, τσέπη, αναθέτω, σφετερίζομαι, διορίζω, οικειοποιούμαι, εκχωρήσετε, αναθέσει, εκχωρήσει, αναθέτουν, ορίσετε