Присмотреться στα ελληνικά
Μετάφραση: присмотреться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φρουρά, βλέπω, ρολόι, παρακολουθώ, ματιά, κοιτάζω, βλέμμα, κοιτάξτε, εξετάσουμε
Μεταφράσεις
- вездеходный στα ελληνικά - cross-country, μεταξύ των χωρών, μεταξύ χωρών, διακρατική, σκι αντοχής
- взвесить στα ελληνικά - αναβάλλω, ζυγίζω, ζυγίζουν, ζυγίζει, ζυγίζεται, ζυγίζονται
- встроенный στα ελληνικά - εντοιχισμένος, εφαρμοστός, ενσωματωμένο, ενσωματωμένη, ενσωματωμένα, ενσωματωμένες, ενσωματωμένου
- грунтовка στα ελληνικά - αλφαβητάρι, εκκινητή, εκκινητής, αστάρι, εκκινητών
Τυχαίες λέξεις
Присмотреться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φρουρά, βλέπω, ρολόι, παρακολουθώ, ματιά, κοιτάζω, βλέμμα, κοιτάξτε, εξετάσουμε
Μεταφράσεις: φρουρά, βλέπω, ρολόι, παρακολουθώ, ματιά, κοιτάζω, βλέμμα, κοιτάξτε, εξετάσουμε