Присоединенный στα ελληνικά
Μετάφραση: присоединенный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνέταιρος, συσχετίζω, θυγατρικών, θυγατρική, θυγατρικής, Affiliate, εταιρικά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- авианосец στα ελληνικά - αεροπλάνο, φορέας, αεροπλανοφόρο, αεροπλανοφόρου, μεταφορέα αεροσκαφών, μεταφορέας αεροσκαφών, το αεροπλανοφόρο
- брудер στα ελληνικά - brooder, επωαστική μηχανή, τεχνητής επώασης με, τεχνητής επώασης
- градина στα ελληνικά - χαλαζόκοκκος, χαλαζοκόκκων, χαλάζι, χαλαζιού, κόκκο χαλαζιού
- доверять στα ελληνικά - εμπιστοσύνη, αναθέτω, έχω, διαπιστεύω, πιστεύω, εξουσιοδοτώ, έχε, ...
Τυχαίες λέξεις
Присоединенный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνέταιρος, συσχετίζω, θυγατρικών, θυγατρική, θυγατρικής, Affiliate, εταιρικά
Μεταφράσεις: συνέταιρος, συσχετίζω, θυγατρικών, θυγατρική, θυγατρικής, Affiliate, εταιρικά