Присущий στα ελληνικά
Μετάφραση: присущий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρέπων, σωστός, περιστατικό, ευπρεπής, επεισόδιο, καθωσπρέπει, συμφυής, εγγενείς, εγγενή, εγγενής, εγγενούς
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- высиживание στα ελληνικά - επώαση, επώασης, επωάσεως, την επώαση, από επώαση
- гадина στα ελληνικά - ζώο, κτήνος, βάτραχος, φρύνος, φρύνο, toad, το TOAD
- гаолян στα ελληνικά - kaoliang
- гордыня στα ελληνικά - έπαρση, υπεροψία, αλαζονεία, υπερηφάνεια, υπερηφάνειας, περηφάνια, την υπερηφάνεια, ...
Τυχαίες λέξεις
Присущий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρέπων, σωστός, περιστατικό, ευπρεπής, επεισόδιο, καθωσπρέπει, συμφυής, εγγενείς, εγγενή, εγγενής, εγγενούς
Μεταφράσεις: πρέπων, σωστός, περιστατικό, ευπρεπής, επεισόδιο, καθωσπρέπει, συμφυής, εγγενείς, εγγενή, εγγενής, εγγενούς