Присягнувший στα ελληνικά
Μετάφραση: присягнувший, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ορκισμένος, ορκίζομαι, Ορκίστηκε, ορκίστηκαν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- батопорт στα ελληνικά - υδατοστεγές κιβώτιο, caisson, κιβωτοειδές στοιχείο, κιβωτοειδές, τύπου κώδωνα
- бушель στα ελληνικά - μοδίο, βατσέλι, μόδι, μέδιμνο, μπούσελ
- вечерница στα ελληνικά - ρόκα, ρουκέτα, πύραυλος, noctule
- вощить στα ελληνικά - κερί, κηρό, κηρού, κηρός, κεριού
Τυχαίες λέξεις
Присягнувший στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ορκισμένος, ορκίζομαι, Ορκίστηκε, ορκίστηκαν
Μεταφράσεις: ορκισμένος, ορκίζομαι, Ορκίστηκε, ορκίστηκαν