Притаптывать στα ελληνικά

Μετάφραση: притаптывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τσαλαπατώ, pritaptyvat
Притаптывать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • беспомощный στα ελληνικά - ανήμπορος, ασθενικός, ανίκανος, αδύναμος, ανίσχυρος, αβοήθητος, αβοήθητοι, ...
  • гонорея στα ελληνικά - βλεννόρροια, γονόρροια, γονόρροιας, η γονόρροια, η βλεννόρροια
  • двучлен στα ελληνικά - διωνυμικός, διώνυμος, δυωνυμική, δυωνυμικού, δυωνυμικής
  • жилой στα ελληνικά - κατοικημένος, οικιστικός, κατοικήσιμος, οικιστικών, κατοικίες, κατοικιών, κατοικημένη, ...
Τυχαίες λέξεις
Притаптывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τσαλαπατώ, pritaptyvat