Притупить στα ελληνικά

Μετάφραση: притупить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απότομος, αμβλύς, μονοκόμματος, θαμπό, βαρετή, θαμπά, θαμπή
Притупить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • амальгамировать στα ελληνικά - ενώνω, συγχωνεύω, ασημένιος, ασημί, αμαλγάμω, συγχωνεύσει, συνενώσει, ...
  • безосновательный στα ελληνικά - αβάσιμος, ανυπόστατος, αβάσιμες, αβάσιμη, αβάσιμοι
  • беспокойно στα ελληνικά - ανήσυχα, restlessly, νευρικά, ακούραστα, αδιάκοπα
  • динозавр στα ελληνικά - δεινόσαυρος, δεινοσαύρων, δεινόσαυρο, δεινοσαύρου, δεινόσαυρου
Τυχαίες λέξεις
Притупить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απότομος, αμβλύς, μονοκόμματος, θαμπό, βαρετή, θαμπά, θαμπή