Притуплять στα ελληνικά

Μετάφραση: притуплять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υγρός, απότομος, αμβλύς, κοπάζω, μειώνω, νωπός, μονοκόμματος, αμβλύ, αμβλεία, αμβλείας, αμβλέα
Притуплять στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бечева στα ελληνικά - στουπί, σκοινί, καλώδιο, ρυμουλκώ, ρυμούλκηση, ρυμούλκησης, δέσμες, ...
  • винодел στα ελληνικά - οινοποιός, οινοποιό, οινοπαραγωγού, οινοποιού, οινοπαραγωγός
  • грифон στα ελληνικά - γρύπας, Griffin, γρύπα, ο Griffin
  • дряхлый στα ελληνικά - γεροντικός, υπέργηρος, εξαθλιωμένο, εξαθλιωμένη, ετοιμόρροπη, εξαθλιωμένα
Τυχαίες λέξεις
Притуплять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υγρός, απότομος, αμβλύς, κοπάζω, μειώνω, νωπός, μονοκόμματος, αμβλύ, αμβλεία, αμβλείας, αμβλέα