Притягивающий στα ελληνικά
Μετάφραση: притягивающий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μαγνητικός, ελκυστικός, ελκυστική, ελκυστικό, ελκυστικές, ελκυστικά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- альфа στα ελληνικά - άλφα, α, αλφα, alpha
- впадина στα ελληνικά - κοιλότητα, υπόκωφος, ψάχνω, λάκκος, υποδοχή, διπλώνω, χαντάκι, ...
- всмотреться στα ελληνικά - παρακολουθώ, ρολόι, βλέπω, φρουρά, ομότιμων, ομοτίμους, ομότιμη, ...
- договориться στα ελληνικά - τακτοποιώ, κανονίζω, συμφωνώ, κανονίσει, να οργανώσει, κανονίσετε, κανονίσουν, ...
Τυχαίες λέξεις
Притягивающий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μαγνητικός, ελκυστικός, ελκυστική, ελκυστικό, ελκυστικές, ελκυστικά
Μεταφράσεις: μαγνητικός, ελκυστικός, ελκυστική, ελκυστικό, ελκυστικές, ελκυστικά