Приукрашивать στα ελληνικά
Μετάφραση: приукрашивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κολακεύω, στολίζω, καλλωπίζω, λουσάρω, κεντώ, κοσμώ, διακοσμώ, εξωραΐσει, στολίζουν, κοσμούν, ομορφαίνουν, ομορφύνω
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- авиапулемет στα ελληνικά - aviapulemet
- алжирский στα ελληνικά - αλγερινός, Αλγερίας, της Αλγερίας, αλγερινή, αλγερινές
- всюду στα ελληνικά - γενικός, γύρω, ποδιά, παντού, συνολικός, κόσμο, οπουδήποτε, ...
- выкалывать στα ελληνικά - βάζω, τοποθετώ, τίθεται, σβήσει, που τίθεται, τεθεί εκτός, βάλει έξω
Τυχαίες λέξεις
Приукрашивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κολακεύω, στολίζω, καλλωπίζω, λουσάρω, κεντώ, κοσμώ, διακοσμώ, εξωραΐσει, στολίζουν, κοσμούν, ομορφαίνουν, ομορφύνω
Μεταφράσεις: κολακεύω, στολίζω, καλλωπίζω, λουσάρω, κεντώ, κοσμώ, διακοσμώ, εξωραΐσει, στολίζουν, κοσμούν, ομορφαίνουν, ομορφύνω