Λέξη: κύηση

Σχετικές λέξεις: κύηση

κύηση γάτας, κύηση υψηλού κινδύνου, κύηση ανα εβδομάδα, κύηση 12 εβδομάδων, κύηση ελέφαντα, κύηση 16 εβδομάδων, κύηση 8 εβδομάδων, κύηση 13 εβδομάδων, κύηση 10 εβδομάδων, κύηση σκυλιών, εξωμήτρια κύηση, παλίνδρομη κύηση, εξωμήτρια κύηση συμπτώματα

Μεταφράσεις: κύηση

κύηση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
pregnancy, gestation, pregnant, pregnancies, pregnancy is

κύηση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
embarazo, preñez, el embarazo, del embarazo, de embarazo, gestación

κύηση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schwangerschaft, Schwangerschaft, der Schwangerschaft, Schwangerschafts, Schwangerschaft zu, eine Schwangerschaft

κύηση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
grossesse, gestation, la grossesse, une grossesse, grossesses, de grossesse

κύηση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
gravidanza, la gravidanza, di gravidanza, della gravidanza

κύηση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
gravidez, a gravidez, gestação, da gravidez, a gestação

κύηση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zwangerschap, de zwangerschap, zwanger, zwangerschap te

κύηση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
содержательность, беременность, богатство, беременности, стельности, на беременность, стельность

κύηση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
graviditet, svangerskap, svangerskapet, graviditeten, graviditets

κύηση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
graviditet, graviditeten, graviditets, pregnancy, havandeskap

κύηση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
raskaus, raskauden, raskauteen, raskauden aikana, raskautta

κύηση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
graviditet, graviditeten, drægtighed, med graviditet

κύηση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
těhotenství, otěhotnění, těhotenský, těhotenstvý, těhotenstvím

κύηση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ciąża, brzemienność, ciąży, ciążę, Pregnancy, ciążowy

κύηση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tartalmasság, terhesség, a terhesség, terhességi, terhességet, terhességgel

κύηση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
gebelik, hamilelik, gebeliğin, gebeliğe, hamile

κύηση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вагітність, вагітності

κύηση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shtatzënia, shtatzënësi, shtatzënisë, shtatzania, shtatzëni

κύηση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бременност, бременността, на бременност, на бременността

κύηση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
цяжарнасць, беременность, цяжарнасьць

κύηση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rasedus, raseduse, raseduse ajal, rasedust, rasedusele

κύηση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
značajnost, bogatstvo, trudnoća, trudnoće, trudnoću, trudnoći, na trudnoću

κύηση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
meðganga, þungun, meðgöngu, þungun á, Meðganga Ekki

κύηση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nėštumas, nėštumo, nėštumą, laikotarpis Nėštumas, nėštumu

κύηση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
grūtniecība, grūtniecības, grūtniecību, periods Grūtniecība

κύηση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
бременост, бременоста, на бременоста, на бременост

κύηση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
graviditate, sarcină, sarcinii, sarcina, timpul sarcinii

κύηση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nosečnost, nosečnosti, nosečnostjo, Nosecnost, zanosi

κύηση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
tehotenstvo, tehotenstva, tehotenstve, gravidity, gravidita

Στατιστικά δημοτικότητας: κύηση

Τυχαίες λέξεις