Λέξη: μία

Σχετικές λέξεις: μία

μία ζάρινγκ, μία ζωή χωρίς άγχος» του louise l. hay, μια πόλη μια ομάδα. η ομάδα μου, μία η άνοιξη στίχοι, μία κρήτη, μία είναι η ουσία, μία τάξη φυλετικά διαχωρισμένη, μία η άνοιξη, μία ή μια, μία αλλόκοτη μορφή στο σταυρό του πάπα φραγκίσκου

Συνώνυμα: μία

μια, ένα, ένας

Μεταφράσεις: μία

μία στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
one, an, a, one o'clock, one a.m.

μία στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
uno, un, una, alguno, a, la, de un

μία στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
der, unvergleichlich, eins, ein, einer, eine, man, einen, eines, einheitlich, a, einem

μία στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
unitaire, personne, on, aucun, quelque, quelconque, incomparable, je, certain, un, une, unique, moi, d'un, d'une, a

μία στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
uno, quello, una, questo, un, a, di un

μία στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
uma, um, a, de, de um

μία στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
één, men, je, een, 'n, van een, a, per, in

μία στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
несравненный, единица, один, любой, бесподобный, одна, человек, единый

μία στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
et, ett, en

μία στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
en, ett, a, i

μία στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
yks, ykkönen, eräs, yksi

μία στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
en, man, et, a, i

μία στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
někdo, kterýsi, člověk, nějaký, jakýsi, jeden, nějaká, jediný, jedna, některý, sám, jistý

μία στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ten, jedynka, wspólny, ktokolwiek, złotówka, czasza, jeden, jedyny, niejaki, zaimek

μία στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
egy, a, olyan, az

μία στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
eşsiz, bir, a

μία στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
один, кожний, одна

μία στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
njëri, një, a, nje, në

μία στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
а, един, на, една, с

μία στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
трошку, троху

μία στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
jedinica, jedan, prvi, jedna, nekog, jedinstven, jednim, jedne

μία στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
einn, a, fyrir, á, er, að

μία στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
unus

μία στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vienas

μία στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
viens

μία στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
на, еден, а, една, со

μία στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
unu, unul, un, o, unui, unei, a

μία στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
en, jeno, eden, ena

μία στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
niekto, jeden, jedno, jednotka, jediný

Στατιστικά δημοτικότητας: μία

Τυχαίες λέξεις