Приуменьшить στα ελληνικά
Μετάφραση: приуменьшить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συρρικνώνομαι, μειώνω, ελαττώνω, μειώνομαι, περιορίζω, μικραίνω, υποβαθμίσω, downplay, υποβαθμίζουν, υποτιμήσει, υποβαθμίσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вавилон στα ελληνικά - Βαβυλών, Βαβυλώνα, Βαβυλώνας, τη Βαβυλώνα, η Βαβυλώνα
- видеть στα ελληνικά - άποψη, βλέπω, κάθισμα, καθίζω, για να δείτε, να δείτε, για να δούμε, ...
- волокита στα ελληνικά - γραφειοκρατία, γραφειοκρατίας, της γραφειοκρατίας, τη γραφειοκρατία, γραφειοκρατικές
- двенадцатигранник στα ελληνικά - δωδεκάεδρο, δωδεκαέδρου, δωδεκάεδρα, δωδεκαέδρων, δωδεκάεδρου
Τυχαίες λέξεις
Приуменьшить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συρρικνώνομαι, μειώνω, ελαττώνω, μειώνομαι, περιορίζω, μικραίνω, υποβαθμίσω, downplay, υποβαθμίζουν, υποτιμήσει, υποβαθμίσει
Μεταφράσεις: συρρικνώνομαι, μειώνω, ελαττώνω, μειώνομαι, περιορίζω, μικραίνω, υποβαθμίσω, downplay, υποβαθμίζουν, υποτιμήσει, υποβαθμίσει