Приучать στα ελληνικά
Μετάφραση: приучать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νοστιμίζω, διάλλειμα, διδάσκω, σπάζω, διάλειμμα, εξοικειώνομαι, συνηθίζω, εξοικειώνω, αντεπίθεση, περίοδος, σχολείο, περίοδο, συνηθίσουν, εξοικείωση, εξοικειωθούν, να εξοικειωθούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- взлетать στα ελληνικά - ρόκα, κοκκινίζω, ρουκέτα, πύραυλος, παίρνω, εκτοξεύομαι
- выпиливать στα ελληνικά - πριονίζω, γλύφω, σκαλίζω, είδα, πριόνι, λαξεύω, κόβω, ...
- дезертир στα ελληνικά - φυγόδικος, φυγάς, λιποτάκτης, λιποτάκτη, αποστάτη, deserter, λιποτάκτη που
- дополнительно στα ελληνικά - Επιπλέον, επιπροσθέτως, Επιπρόσθετα, επί πλέον, επιπλέον να
Τυχαίες λέξεις
Приучать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νοστιμίζω, διάλλειμα, διδάσκω, σπάζω, διάλειμμα, εξοικειώνομαι, συνηθίζω, εξοικειώνω, αντεπίθεση, περίοδος, σχολείο, περίοδο, συνηθίσουν, εξοικείωση, εξοικειωθούν, να εξοικειωθούν
Μεταφράσεις: νοστιμίζω, διάλλειμα, διδάσκω, σπάζω, διάλειμμα, εξοικειώνομαι, συνηθίζω, εξοικειώνω, αντεπίθεση, περίοδος, σχολείο, περίοδο, συνηθίσουν, εξοικείωση, εξοικειωθούν, να εξοικειωθούν