Приходиться στα ελληνικά
Μετάφραση: приходиться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έχω, έχε, λογαριασμός, υπόψη, λογαριασμό, λογαριασμού, λόγω
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аккредитование στα ελληνικά - διαπίστευση, διαπίστευσης, πιστοποίησης, πιστοποίηση, τη διαπίστευση
- аэролак στα ελληνικά - ντοπάρω, ναρκωτικό, βερνίκι, DOPE, ναρκωτικές ουσίες, πρόσμιξης νόθευσης
- военнопленный στα ελληνικά - δέσμιος, φυλακισμένος, αιχμάλωτος, αιχμάλωτος πόλεμου, αιχμάλωτος πολέμου, αιχμαλώτου πολέμου, αιχμάλωτο πολέμου, ...
- жгучий στα ελληνικά - καυτός, καύση, καύσης, κάψιμο, την καύση, καψίματος
Τυχαίες λέξεις
Приходиться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έχω, έχε, λογαριασμός, υπόψη, λογαριασμό, λογαριασμού, λόγω
Μεταφράσεις: έχω, έχε, λογαριασμός, υπόψη, λογαριασμό, λογαριασμού, λόγω