Λέξη: τσιγκλώ

Μεταφράσεις: τσιγκλώ

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
poke, Ciglane
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
golpear, escarbar, Ciglane
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schlag, schlagen, prügeln, sack, Ciglane
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pousser, mettre, sac, fouiller, frapper, tisonner, stocker, enfoncer, battre, Ciglane, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
colpire, urtare, battere, Ciglane
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
Ciglane
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tas, bonzen, zak, Ciglane
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
толкать, лодырь, сунуться, совать, выскакивать, пихать, разузнавать, мешок, сунуть, тычок, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
Ciglane
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
Ciglane
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
iskeä, töniä, sysäys, hakata, säkki, sohia, lyödä, tökätä, tuuppia, Ciglane
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
Ciglane
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
strkat, vrazit, bít, strčit, prohrabat, Ciglane
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wkładać, kuksaniec, szturchnięcie, pchać, szperać, wtykać, wyszperać, grzebać, wpychać, natrząsać, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
Ciglane
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
torba, çuval, Ciglane
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
отрути, Ciglane
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
çante, Ciglane, Ciglane të
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
толкоз, Ciglane
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мяшок, Ciglane
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sorkima, kukkur, torkama, Ciglane
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ljenjivac, danguba, guranje, Ciglane
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Ciglane
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
maišas, Ciglane
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
maiss, Ciglane
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Ciglane
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sac, Ciglane
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
razit, Ciglane
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
strkať, vražiť, Ciglane
Τυχαίες λέξεις