Прицеливание στα ελληνικά
Μετάφραση: прицеливание, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκοπεύω, βλέψη, αποβλέπω, σκοπός, με στόχο, με σκοπό, στοχεύοντας, στόχο, αποσκοπούν
Μεταφράσεις
- аристотелевский στα ελληνικά - αριστοτελική, Αριστοτέλειο, Αριστοτελείου, Αριστοτέλειου, αριστοτελικό
- ворчунья στα ελληνικά - γρινιάρης, μουρμούρης
- драматизация στα ελληνικά - δραματοποίηση, δραματοποίησης, η δραματοποίηση, τη δραματοποίηση, δραματουργία
- жиреть στα ελληνικά - τροφαντός, παίρνω, παχουλός, αποκτώ, παχαίνω, παχύνουν, παχαίνουν, ...
Τυχαίες λέξεις
Прицеливание στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκοπεύω, βλέψη, αποβλέπω, σκοπός, με στόχο, με σκοπό, στοχεύοντας, στόχο, αποσκοπούν
Μεταφράσεις: σκοπεύω, βλέψη, αποβλέπω, σκοπός, με στόχο, με σκοπό, στοχεύοντας, στόχο, αποσκοπούν