Прицеп στα ελληνικά

Μετάφραση: прицеп, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νταλίκα, ρυμουλκούμενο, τρέιλερ, ρυμουλκούμενου, ρυμουλκουμένου, του ρυμουλκουμένου
Прицеп στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • апостольский στα ελληνικά - αποστολικός, αποστολική, αποστολικής, αποστολικό, αποστολικού
  • воодушевление στα ελληνικά - ασανσέρ, σηκώνω, θέρμη, έμπνευση, υψώνω, ενθουσιασμός, έμπνευσης, ...
  • вытащить στα ελληνικά - τραβώ, τράβηγμα, εκτινάσσω, παίρνω, εκτοξεύω, έλξη, τραβήξτε, ...
  • глоссарий στα ελληνικά - ερμηνεία, εξήγηση, λούστρο, γλωσσάριο, Γλωσσάρι, Γλωσσάρι Α, γλωσσαρίου, ...
Τυχαίες λέξεις
Прицеп στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νταλίκα, ρυμουλκούμενο, τρέιλερ, ρυμουλκούμενου, ρυμουλκουμένου, του ρυμουλκουμένου