Причаливать στα ελληνικά

Μετάφραση: причаливать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έδαφος, χερσότοπος, προσγειώνομαι, προσγειώνω, προσδένω, πλησιάζει, προσεγγίζοντας, πλησιάζοντας, πλησιάζουν, προσεγγίζει
Причаливать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • баллотировать στα ελληνικά - ψηφοφορία, ψηφοδέλτιο, ψηφοφορίας, ψήφο
  • выдохнуться στα ελληνικά - χάνω, πετυχημένο
  • древнееврейский στα ελληνικά - Εβραϊκά, εβραϊκή, Εβραϊκό, Hebrew, Εβραϊκής
  • жульничество στα ελληνικά - αιφνίδιος, κάλπικος, ζαβολιάρης, κλέβω, απάτη, κοφτερός, πλαστογραφία, ...
Τυχαίες λέξεις
Причаливать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έδαφος, χερσότοπος, προσγειώνομαι, προσγειώνω, προσδένω, πλησιάζει, προσεγγίζοντας, πλησιάζοντας, πλησιάζουν, προσεγγίζει