Причастность στα ελληνικά
Μετάφραση: причастность, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπόνοια, συνέπεια, υπαινιγμός, επιπτώσεις, επίπτωση, σιωπηρώς, εμμέσως
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- авторизованный στα ελληνικά - εξουσιοδοτημένο, εξουσιοδοτημένος, επιτρέπεται, εξουσιοδότησε, εγκριθεί
- включение στα ελληνικά - καταχώρηση, κατανόηση, συνέπεια, συμπερίληψη, υπόνοια, προσθήκη, ένταξη, ...
- вопиющий στα ελληνικά - θλιβερός, κλάψιμο, αισχρός, ολοφάνερος, χονδροειδής, πρόστυχος, ακαθάριστος, ...
- драматург στα ελληνικά - θεατρικός συγγραφέας, Συγγραφέας, θεατρικό συγγραφέα, θεατρικού συγγραφέα, δραματουργός
Τυχαίες λέξεις
Причастность στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπόνοια, συνέπεια, υπαινιγμός, επιπτώσεις, επίπτωση, σιωπηρώς, εμμέσως
Μεταφράσεις: υπόνοια, συνέπεια, υπαινιγμός, επιπτώσεις, επίπτωση, σιωπηρώς, εμμέσως