Пробовать στα ελληνικά
Μετάφραση: пробовать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκδικάζω, γούστο, δοκίμιο, προσπάθεια, γεύομαι, εξετάζω, αποδεικνύω, κόστος, αναζητώ, έκθεση, ελέγχω, δοκίμια, κοστίζω, προσπαθώ, δοκιμάζω, απόπειρα, δοκιμάστε, δοκιμάσετε, προσπαθήσουμε, προσπαθήστε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- безволосый στα ελληνικά - φαλακρός, καραφλός, άτριχος, άτριχα, άτριχο, άτριχου, άτριχων
- выпадать στα ελληνικά - έρχομαι, πέσουν έξω, να πέσουν έξω, πέσει έξω, πέφτουν έξω, πέφτουν
- голодуха στα ελληνικά - λιμός, πείνα, πείνας, την πείνα, της πείνας, η πείνα
- евгений στα ελληνικά - Γιουτζίν, Eugene, Ευγένιος, ο Eugene, Ευγένιου
Τυχαίες λέξεις
Пробовать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκδικάζω, γούστο, δοκίμιο, προσπάθεια, γεύομαι, εξετάζω, αποδεικνύω, κόστος, αναζητώ, έκθεση, ελέγχω, δοκίμια, κοστίζω, προσπαθώ, δοκιμάζω, απόπειρα, δοκιμάστε, δοκιμάσετε, προσπαθήσουμε, προσπαθήστε
Μεταφράσεις: εκδικάζω, γούστο, δοκίμιο, προσπάθεια, γεύομαι, εξετάζω, αποδεικνύω, κόστος, αναζητώ, έκθεση, ελέγχω, δοκίμια, κοστίζω, προσπαθώ, δοκιμάζω, απόπειρα, δοκιμάστε, δοκιμάσετε, προσπαθήσουμε, προσπαθήστε