Провалить στα ελληνικά
Μετάφραση: провалить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκοπός, προκαλώ, αιτία, προξενώ, αποτυγχάνω, δεκάρα, βλασφημία, καταραμένο, βλασφημίας, γαμώτο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- анод στα ελληνικά - άνοδος, ανόδου, άνοδο, της ανόδου, ανοδικό
- выслуживаться στα ελληνικά - αίξ, buck, το buck, δολάριο, υποβιβασμού
- гигиенист στα ελληνικά - υγιεινολόγος, υγιεινολόγο, ο υγιεινολόγος, υγειονολόγο, υγιεινολόγου
- даваться στα ελληνικά - αφήνω, επιτρέπω, δεδομένου, δεδομένο, δεδομένης, δεδομένη, δίνεται
Τυχαίες λέξεις
Провалить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκοπός, προκαλώ, αιτία, προξενώ, αποτυγχάνω, δεκάρα, βλασφημία, καταραμένο, βλασφημίας, γαμώτο
Μεταφράσεις: σκοπός, προκαλώ, αιτία, προξενώ, αποτυγχάνω, δεκάρα, βλασφημία, καταραμένο, βλασφημίας, γαμώτο