Прогуливаться στα ελληνικά

Μετάφραση: прогуливаться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παίρνω, πηγαίνω, σουλατσάρω, βόλτα, περίπατο, πόδια, απόσταση με τα πόδια, τα πόδια
Прогуливаться στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вегетация στα ελληνικά - βλάστηση, βλάστησης, της βλάστησης, τη βλάστηση, η βλάστηση
  • вкалывать στα ελληνικά - χώνω, ραβδί, Stick, στικ, κολλήσει, το ραβδί
  • двукрылый στα ελληνικά - δίπτερος, δίπτερες, διπτέρων, δίπτερων
  • диссонирующий στα ελληνικά - παράφωνος, παράφωνες, ασύμφωνος, διάφωνα, παράφωνο
Τυχαίες λέξεις
Прогуливаться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παίρνω, πηγαίνω, σουλατσάρω, βόλτα, περίπατο, πόδια, απόσταση με τα πόδια, τα πόδια