Продуктивность στα ελληνικά

Μετάφραση: продуктивность, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραγωγή, απόδοση, αποτελεσματικότητα, παραγωγικότητα, παράσταση, παραγωγικότητας, της παραγωγικότητας, την παραγωγικότητα, η παραγωγικότητα
Продуктивность στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • автовокзал στα ελληνικά - στάση λεωφορείου, σταθμό λεωφορείων, σταθμό των λεωφορείων, σταθμός λεωφορείων, στάση του λεωφορείου
  • вещица στα ελληνικά - πραγματάκι, πράγμα, πράγμα που, κάτι, το πράγμα, θέμα
  • гнушаться στα ελληνικά - έχε, έχω, αποφεύγω, Shun, αποφεύγουν, των shun, αποφεύγει
  • дом-фургон στα ελληνικά - τροχόσπιτο, τροχόσπιτου, καραβάνι, τροχόσπιτα, τροχόσπιτων
Τυχαίες λέξεις
Продуктивность στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραγωγή, απόδοση, αποτελεσματικότητα, παραγωγικότητα, παράσταση, παραγωγικότητας, της παραγωγικότητας, την παραγωγικότητα, η παραγωγικότητα