Проживать στα ελληνικά
Μετάφραση: проживать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμμένω, διαμένω, διατριβή, άνθρωποι, μένω, ζωντανός, κόσμος, άνθρωπος, κατοικώ, κατοικούν, διαμένει, διαμένουν, διαμονής, να διαμένουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- браконьерствовать στα ελληνικά - αρπάζω, λαθροθήρευε, κυνηγήσουν λαθραία, αποσπάσει τους, κυνηγήσετε λαθραία
- голод στα ελληνικά - λιμός, πείνα, έλλειψη, πείνας, την πείνα, της πείνας, η πείνα
- горельеф στα ελληνικά - υψηλή ανακούφιση, υψηλό ανάγλυφο, υψηλά ανάγλυφα, υψηλού αναγλύφου, έντονο ανάγλυφο
- давнишний στα ελληνικά - παρελθόν, γέρος, περασμένος, παλαιός, γέρικος, μακροχρόνιος, μακροχρόνια, ...
Τυχαίες λέξεις
Проживать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμμένω, διαμένω, διατριβή, άνθρωποι, μένω, ζωντανός, κόσμος, άνθρωπος, κατοικώ, κατοικούν, διαμένει, διαμένουν, διαμονής, να διαμένουν
Μεταφράσεις: εμμένω, διαμένω, διατριβή, άνθρωποι, μένω, ζωντανός, κόσμος, άνθρωπος, κατοικώ, κατοικούν, διαμένει, διαμένουν, διαμονής, να διαμένουν