Прокормиться στα ελληνικά

Μετάφραση: прокормиться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπάρχω, ζω, υφίσταμαι, εξακολουθούν να υφίστανται, Υφίστανται ακόμα
Прокормиться στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • аэростатика στα ελληνικά - αεροστατική
  • вагранка στα ελληνικά - τρούλος, θόλος, τρούλο, θόλο, τρούλου
  • вертушка στα ελληνικά - σβούρα, μύλος
  • ворожба στα ελληνικά - μαντοσύνη, μαντεία, μαντική, μαντείας, μαγικά, μαντικής
Τυχαίες λέξεις
Прокормиться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπάρχω, ζω, υφίσταμαι, εξακολουθούν να υφίστανται, Υφίστανται ακόμα