Проламывать στα ελληνικά

Μετάφραση: проламывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σπάζω, αντεπίθεση, διάλλειμα, διάλειμμα, αθέτηση, παραβιάζουν, παραβίαση, παραβιάζει, παραβιάσει
Проламывать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ариозо στα ελληνικά - arioso
  • бунчук στα ελληνικά - αλογοουρά, εκουίζετου, αλογουρά, ιππουρίς, αλογοουράς
  • бустер στα ελληνικά - αναμνηστική, αναμνηστικό, ενισχυτική, αναμνηστικής, ενισχυτικό
  • выменивать στα ελληνικά - αντιπραγματισμού, αντιπραγματισμός, ανταλλαγή, ανταλλαγής, αντισταθμιστικό
Τυχαίες λέξεις
Проламывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σπάζω, αντεπίθεση, διάλλειμα, διάλειμμα, αθέτηση, παραβιάζουν, παραβίαση, παραβιάζει, παραβιάσει