Промысловый στα ελληνικά
Μετάφραση: промысловый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βιομηχανικός, εμπορικός, διαφήμιση, εμπόριο, εμπορίου, το εμπόριο, συναλλαγές, συναλλαγών
Μεταφράσεις
- безумная στα ελληνικά - τρελή, τρελή γυναίκα
- бытность στα ελληνικά - μένω, όταν ήταν, Σε ηλικία, Οταν ήταν, όταν αυτός ήταν
- джига στα ελληνικά - χορεύω, jig, καλούπι, ικρίωμα, ιδιοσυσκευή
- живность στα ελληνικά - ζωή, ισόβιος, βίος, πουλερικά, πουλερικών, τα πουλερικά, των πουλερικών, ...
Τυχαίες λέξεις
Промысловый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βιομηχανικός, εμπορικός, διαφήμιση, εμπόριο, εμπορίου, το εμπόριο, συναλλαγές, συναλλαγών
Μεταφράσεις: βιομηχανικός, εμπορικός, διαφήμιση, εμπόριο, εμπορίου, το εμπόριο, συναλλαγές, συναλλαγών