Пронзительный στα ελληνικά

Μετάφραση: пронзительный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαπεραστικός, ενδιαφερόμενος, έντονος, διεισδυτικός, σωλήνωση, οξυδερκής, οξύς, διαπεραστικό, διαπεραστική, διαπεραστικές, διάτορος
Пронзительный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • акула-людоед στα ελληνικά - άνθρωπος, ο άνθρωπος, άνθρωπο, άνδρας, άνδρα
  • вакцинный στα ελληνικά - εμβόλιο, εμβολίου, εμβολίων, του εμβολίου, το εμβόλιο
  • вздох στα ελληνικά - αναστεναγμός, αναπνοή, αναστενάζω, ανάσα, στεναγμός, αναστεναγμό, στεναγμό
  • дивизия στα ελληνικά - μεραρχία, διαίρεση, διχασμός, τμήμα, κατανομή, διαίρεσης, καταμερισμό
Τυχαίες λέξεις
Пронзительный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαπεραστικός, ενδιαφερόμενος, έντονος, διεισδυτικός, σωλήνωση, οξυδερκής, οξύς, διαπεραστικό, διαπεραστική, διαπεραστικές, διάτορος