Проницательность στα ελληνικά
Μετάφραση: проницательность, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διακρίσεις, διείσδυση, αγχίνοια, οξύνοια, καπατσοσύνη, διορατικότητα, όραση, όραμα, διάκριση, εικόνα, γνώση, εικόνα για, αντίληψη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бельэтаж στα ελληνικά - ημιώροφος, πατάρι, ημιώροφο, μεσοπάτωμα, mezzanine
- бетти στα ελληνικά - Μπέττυ, Μπέτυ, betty, της Betty, Η Betty
- вабить στα ελληνικά - δελεάζω, vabit
- завидовать στα ελληνικά - ζηλεύω, φθόνος, φθονώ, αντικείμενο ζήλιας, φθόνο, ζήλια
Τυχαίες λέξεις
Проницательность στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διακρίσεις, διείσδυση, αγχίνοια, οξύνοια, καπατσοσύνη, διορατικότητα, όραση, όραμα, διάκριση, εικόνα, γνώση, εικόνα για, αντίληψη
Μεταφράσεις: διακρίσεις, διείσδυση, αγχίνοια, οξύνοια, καπατσοσύνη, διορατικότητα, όραση, όραμα, διάκριση, εικόνα, γνώση, εικόνα για, αντίληψη