Οξύνοια στα ρωσικά

Μετάφραση: οξύνοια, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
проницательность, сообразительность, прозорливость, хитрость
Οξύνοια στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οξύνοια

οξύνεια καλαμπάκας, οξύνοια ετυμολογία, οξύνοια wiki, οξύνοια σημασια, οξύνοια συνώνυμα, οξύνοια λεξικό γλώσσας ρωσικά, οξύνοια στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • οξύ στα ρωσικά - язвительность, кислотный, кислота, кислый, кислоты, кислоту, кислотой
  • οξύθυμος στα ρωσικά - впечатлительный, воспаленный, раздражительный, раздражимый, вспыльчивый, раздражительным, вспыльчивым, ...
  • οξύνω στα ρωσικά - усиливать, раздражать, подкислять, ожесточать, подкислить, обострять, окисляться, ...
  • οξύς στα ρωσικά - сообразительный, остроконечный, сильный, пронзительный, кислый, резкий, кислотный, ...
Τυχαίες λέξεις
Οξύνοια στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: проницательность, сообразительность, прозорливость, хитрость