Проницательный στα ελληνικά

Μετάφραση: проницательный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καπάτσος, οξύς, τετραπέρατος, διεισδυτικός, διαπεραστικός, διορατικός, εκλεπτυσμένος, ενδιαφερόμενος, ευφυής, έξυπνος, λεπτός, οξυδερκής, φίνος, πανέξυπνος, έντονος, πανούργος, επιτήδειος, εξυπνάδα, πονηρός, πονηρή
Проницательный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • взрывать στα ελληνικά - χτύπημα, ξέσπασμα, εκτινάσσομαι, έκρηξη, χυμός, επικρίνω, οργώνω, ...
  • впечатлять στα ελληνικά - ξαφνιάζω, ζαλίζω, εκπλήσσω, χτυπώ, απεργία, αποσβολώνω, εντυπωσιάζω, ...
  • дериват στα ελληνικά - παράγωγος, παραγωγό, παράγωγο, παραγώγου, παράγωγα, παραγώγων
  • желательность στα ελληνικά - επιθυμητό, σκοπιμότητα, επιθυμία, επιθυμητή, είναι επιθυμητή
Τυχαίες λέξεις
Проницательный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καπάτσος, οξύς, τετραπέρατος, διεισδυτικός, διαπεραστικός, διορατικός, εκλεπτυσμένος, ενδιαφερόμενος, ευφυής, έξυπνος, λεπτός, οξυδερκής, φίνος, πανέξυπνος, έντονος, πανούργος, επιτήδειος, εξυπνάδα, πονηρός, πονηρή