Пропитывание στα ελληνικά
Μετάφραση: пропитывание, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θεραπεία, μεταχείριση, ένεση, γονιμοποίηση, εμπότιση, εμποτισμού, εμποτισμό, εμποτισμός
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аутригер στα ελληνικά - εξωτερικό στήριγμα ακάτου, Outrigger, με προώστες, ζυγοστάτη, το ζυγοστάτη
- вспыльчивость στα ελληνικά - πιπέρι, πιπεριά, οξυθυμία
- гваделупа στα ελληνικά - Γουαδελούπη, ΓΟΥΑΔΕΛΟΥΠΗ, Γουαδελούπης, τη Γουαδελούπη, της Γουαδελούπης
- дружелюбие στα ελληνικά - φιλία, φιλικότητα, τη χρηστικότητα, φιλικότητα προς, χρήστες βρίσκουν τη χρηστικότητα, φιλικότητα προς το
Τυχαίες λέξεις
Пропитывание στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θεραπεία, μεταχείριση, ένεση, γονιμοποίηση, εμπότιση, εμποτισμού, εμποτισμό, εμποτισμός
Μεταφράσεις: θεραπεία, μεταχείριση, ένεση, γονιμοποίηση, εμπότιση, εμποτισμού, εμποτισμό, εμποτισμός