Ένεση στα ρωσικά

Μετάφραση: ένεση, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
инъекция, впрыск, пропитывание, вливание, укол, впрыскивание, введение, впрыска, инъекции
Ένεση στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ένεση

ένεση βιταμίνης κ, ένεση στο μάτι, ένεση ινσουλίνης, ένεση ονειροκρίτης, ένεση καμφοράς, ένεση λεξικό γλώσσας ρωσικά, ένεση στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • ένδειξη στα ρωσικά - отсчет, знак, признак, показ, показание, указание, отсчёт, ...
  • ένδοξος στα ρωσικά - прославленный, белковый, подвыпивший, знаменитый, славный, прекрасный, великолепный, ...
  • ένζυμο στα ρωσικά - энзим, фермент, фермента, ферментом, ферментов
  • ένιωθα στα ρωσικά - фетр, войлок, Я чувствовал,, Я чувствовал, я почувствовал, я чувствовал себя
Τυχαίες λέξεις
Ένεση στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: инъекция, впрыск, пропитывание, вливание, укол, впрыскивание, введение, впрыска, инъекции