Проплывать στα ελληνικά

Μετάφραση: проплывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κολυμπώ, πανί, πλέω, κολύμπι, βουτιά, μπάνιο, το μπάνιο, κολυμπήσετε
Проплывать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • беззаветный στα ελληνικά - ανιδιοτελής, ανιδιοτελή, ανιδιοτελούς, ανιδιοτελείς, την ανιδιοτελή
  • воюющий στα ελληνικά - επιθετικός, εριστικός, φιλοπόλεμος, εμπόλεμος, εμπόλεμη, εμπόλεμα, εμπόλεμης, ...
  • горбушка στα ελληνικά - τακούνι, φτέρνα, κρούστα, καύκαλο, κόρα, φλοιό, φλοιού, ...
  • древесный στα ελληνικά - δασώδης, ξυλώδης, ξυλώδη, ξυλωδών, ξυλώδες, ξυλώδους
Τυχαίες λέξεις
Проплывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κολυμπώ, πανί, πλέω, κολύμπι, βουτιά, μπάνιο, το μπάνιο, κολυμπήσετε