Пропускать στα ελληνικά
Μετάφραση: пропускать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κόψιμο, δεσποινίς, ενοικιάζομαι, παραλείπω, χάνω, στενά, πηδώ, κυκλοφορώ, κοπή, πέρασμα, περνώ, αφήνω, αστοχώ, κόβω, παραλείψτε, skip, παραλείψετε, παρακάμψετε, μεταβείτε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- акклиматизировать στα ελληνικά - εξημερώνω, τιθασεύω, εγκλιματίζομαι, εγκλιματίζω, εγκλιματιστείτε, acclimatize, εγκλιματιστούν, ...
- выдохнуться στα ελληνικά - χάνω, πετυχημένο
- выигрышный στα ελληνικά - επικερδής, πλεονεκτικός, νίκης, νίκη, κερδίζοντας, κερδίζει, τη νίκη
- дыбы στα ελληνικά - ανατρέφω, κλοτσώ, πισινός, όπισθεν, οπίσθιος, πίσω, οπίσθιο, ...
Τυχαίες λέξεις
Пропускать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κόψιμο, δεσποινίς, ενοικιάζομαι, παραλείπω, χάνω, στενά, πηδώ, κυκλοφορώ, κοπή, πέρασμα, περνώ, αφήνω, αστοχώ, κόβω, παραλείψτε, skip, παραλείψετε, παρακάμψετε, μεταβείτε
Μεταφράσεις: κόψιμο, δεσποινίς, ενοικιάζομαι, παραλείπω, χάνω, στενά, πηδώ, κυκλοφορώ, κοπή, πέρασμα, περνώ, αφήνω, αστοχώ, κόβω, παραλείψτε, skip, παραλείψετε, παρακάμψετε, μεταβείτε