Пророчить στα ελληνικά

Μετάφραση: пророчить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προβλέπω, προλέγω, προφητεύω, προφητεύουν, prophesy, προφήτευσε, προφητεύει
Пророчить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • болтушка στα ελληνικά - ακαταστασία, πολύλογος, φλύαρος, Prater, Πράτερ, Το Prater
  • воспроизвестись στα ελληνικά - βρίσκομαι, διανύω, είμαι, αναπαράγουν, αναπαράγει, αναπαραχθούν, την αναπαραγωγή, ...
  • действенность στα ελληνικά - αποδοτικότητα, αποτελεσματικότητα, αποτελεσματικότητας, την αποτελεσματικότητα, αποτελεσματικότητά, της αποτελεσματικότητας
  • завитый στα ελληνικά - μπερδεμένη, μπερδεμένες, περίπλοκη, περίπλοκο, εσπειραμένα
Τυχαίες λέξεις
Пророчить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προβλέπω, προλέγω, προφητεύω, προφητεύουν, prophesy, προφήτευσε, προφητεύει