Прорывать στα ελληνικά

Μετάφραση: прорывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σαρκασμός, σχίζω, νύξη, διάλλειμα, σκίζω, σκάβω, αντεπίθεση, δάκρυ, κέντρισμα, διάλειμμα, σπάζω, αθέτηση, παραβιάζουν, παραβίαση, παραβιάζει, παραβιάσει
Прорывать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • абдоминальный στα ελληνικά - γαστρικός, κοιλιακός, κοιλιακό, κοιλιακή, κοιλιακού, κοιλιακής
  • американка στα ελληνικά - Αμερικανός, Αμερικής, αμερικανική, American, αμερικανικό
  • вспучить στα ελληνικά - έξω, vspuchilis
  • династический στα ελληνικά - δυναστική, δυναστικής, δυναστικές, δυναστικών, δυναστικό
Τυχαίες λέξεις
Прорывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σαρκασμός, σχίζω, νύξη, διάλλειμα, σκίζω, σκάβω, αντεπίθεση, δάκρυ, κέντρισμα, διάλειμμα, σπάζω, αθέτηση, παραβιάζουν, παραβίαση, παραβιάζει, παραβιάσει