Прорычать στα ελληνικά
Μετάφραση: прорычать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μουγκρίζω, μούγκρισε, γρύλισε, γρύλλισε, γρύλιζε, γρύλλισε ο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- беспилотный στα ελληνικά - μη επανδρωμένα, μη επανδρωμένων, τα μη επανδρωμένα, σε μη επανδρωμένα, για μη επανδρωμένα
- бронхи στα ελληνικά - βρόγχοι, βρόγχων, βρόγχους, βρογχικές, τους βρόγχους
- выпивала στα ελληνικά - έπιναν, ήπιε, ήπιαν, μέθυσου
- гаррота στα ελληνικά - στραγγαλίζω, στραγγαλισμός
Τυχαίες λέξεις
Прорычать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μουγκρίζω, μούγκρισε, γρύλισε, γρύλλισε, γρύλιζε, γρύλλισε ο
Μεταφράσεις: μουγκρίζω, μούγκρισε, γρύλισε, γρύλλισε, γρύλιζε, γρύλλισε ο