Просить στα ελληνικά
Μετάφραση: просить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αγορεύω, ρωτώ, ζητιανεύω, εγκαλώ, ενάγω, παράκληση, ψάχνω, έφεση, θερμοπαρακαλώ, προσεύχομαι, μηνύω, ικετεύω, τραβώ, αναζητώ, παρακαλώ, ζητώ, ρωτήσω, ζητήσει από, να ζητήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- асимметричный στα ελληνικά - ασύμμετρη, ασύμμετρες, ασύμμετρο, ασύμμετρα, ασύμμετρης
- башенка στα ελληνικά - πυργίσκος, πυργίσκου, πυργίσκο, πυργίσκων, εργαλειοδέτη
- вожатый στα ελληνικά - οδηγός, ηγέτης, ηγεμόνας, ηγήτορας, ξεναγός, καθοδηγώ, σύμβουλος, ...
- гидростатический στα ελληνικά - υδροστατικός, υδροστατική, υδροστατικής, υδροστατικό, υδροστατικά
Τυχαίες λέξεις
Просить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αγορεύω, ρωτώ, ζητιανεύω, εγκαλώ, ενάγω, παράκληση, ψάχνω, έφεση, θερμοπαρακαλώ, προσεύχομαι, μηνύω, ικετεύω, τραβώ, αναζητώ, παρακαλώ, ζητώ, ρωτήσω, ζητήσει από, να ζητήσει
Μεταφράσεις: αγορεύω, ρωτώ, ζητιανεύω, εγκαλώ, ενάγω, παράκληση, ψάχνω, έφεση, θερμοπαρακαλώ, προσεύχομαι, μηνύω, ικετεύω, τραβώ, αναζητώ, παρακαλώ, ζητώ, ρωτήσω, ζητήσει από, να ζητήσει