Просиять στα ελληνικά
Μετάφραση: просиять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καδρόνι, λάμπω, αχτίδα, δοκός, λαμπρύνω, φωτίζει, λαμπρύνει, φωτίζουν, λαμπρύνουν
Μεταφράσεις
- антидемократический στα ελληνικά - αντιδημοκρατικό, αντιδημοκρατική, αντιδημοκρατικές, αντιδημοκρατικών, αντιδημοκρατικού
- аферист στα ελληνικά - απατεώνας, κακοποιός, κερδοσκόπος, απατεώνα, μεγαλοαπατεώνας, απατεών, swindler
- выудить στα ελληνικά - αρπάζω, ψάρι, αγκιστρώνω, γάντζος, άγκιστρο, πιάνω, εκχύλισμα, ...
- желтовато-коричневый στα ελληνικά - μαύρισμα, tan, αχυρόχρωμο, καφέ, μαυρίσματος
Τυχαίες λέξεις
Просиять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καδρόνι, λάμπω, αχτίδα, δοκός, λαμπρύνω, φωτίζει, λαμπρύνει, φωτίζουν, λαμπρύνουν
Μεταφράσεις: καδρόνι, λάμπω, αχτίδα, δοκός, λαμπρύνω, φωτίζει, λαμπρύνει, φωτίζουν, λαμπρύνουν