Простить στα ελληνικά
Μετάφραση: простить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συγχωρώ, δικαιολογία, αφήνω, χάρη, ενοικιάζομαι, συγχώρηση, αφορμή, συγχωρήσει, συγχωρεί, συγχωρήσω, συγχωρέσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- верховой στα ελληνικά - ιππασία, ιππασίας, οδήγησης, οδήγηση, ποδηλασίας
- добираться στα ελληνικά - απεργία, χτυπώ, φτάνω, φθάνω, φθάσουν, φθάσει, φτάσουν, ...
- живодёрня στα ελληνικά - zhivodёrnya
- завилять στα ελληνικά - αρχίζω, κουνάω, wiggle, λικνίζονται, να κουνάω, κουνιούνται
Τυχαίες λέξεις
Простить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συγχωρώ, δικαιολογία, αφήνω, χάρη, ενοικιάζομαι, συγχώρηση, αφορμή, συγχωρήσει, συγχωρεί, συγχωρήσω, συγχωρέσει
Μεταφράσεις: συγχωρώ, δικαιολογία, αφήνω, χάρη, ενοικιάζομαι, συγχώρηση, αφορμή, συγχωρήσει, συγχωρεί, συγχωρήσω, συγχωρέσει