Λέξη: όργιο

Συνώνυμα: όργιο

ακολασία, γλέντι

Μεταφράσεις: όργιο

όργιο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
riot, orgy, revelry, saturnalia, debauch, orgy of

όργιο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
motín, orgía, orgía de, orgy, orgia, la orgía

όργιο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zusammenrottung, tumult, witz, scherz, ausschweifung, aufstand, randalieren, krawall, orgie, ausschreitung, volksaufruhr, aufruhr, Orgie, Orgien, orgy

όργιο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
débauche, émeute, révolter, gobichonner, nocer, orgie, soulever, bambocher, bagarre, mutiner, partouze, orgy, l'orgie

όργιο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
orgia, un'orgia, orgy, orgia di, Orge

όργιο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
motim, bacanal, orgia, enxaguar, Orgias, Orgy, orgia de, a orgia

όργιο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
rustverstoring, spektakel, roerigheid, tumult, drinkgelag, zwelgpartij, getier, rel, herrie, orgie, orgy, bacchanaal

όργιο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
мятеж, набуянить, буянить, бунт, дебош, бунтовать, оргия, оргии, Orgy, вакханалия, разгул

όργιο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
orgie, orgy

όργιο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
orgie, orgy, orgier, orgien

όργιο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hälinä, juopotella, metakka, irstailu, mellakka, äläkkä, vimma, Orgy, orgioissa, orgia, orgiat

όργιο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
orgie, orgy

όργιο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vzpoura, hýřit, bouřit, vzbouřit, orgie, Orgy, orgií

όργιο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ruchawka, szaleć, wykroczenie, bunt, buntować, hulać, wybujać, orgia, Orgy, Orgie, orgii, orgią

όργιο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
lázongás, csendháborítás, orgia, Orgy, orgiája, orgiát

όργιο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sefahat, kargaşalık, alem, orgy, Seks, seks partisi, furyası

όργιο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
полоскання, оргія, оргия

όργιο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
trazirë, orgji, shfrenim, shumicë, orgji të, zdërhallje

όργιο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бунт, оргия, оргията, оргии

όργιο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
оргія

όργιο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tänavarahutus, mäss, märatsema, orgia, Orgy, Grupiseksi orgia, tüdrukud Orgy

όργιο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
bučati, razuzdanost, bjesnjeti, nered, džumbus, orgija, gozba, orgije, pijanka

όργιο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
at, upphlaup, orgy

όργιο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
orgija, Orgy, orgijos, Sodoma, aibė

όργιο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
orģija, orgy, orģiju, orģijas, orģija ar

όργιο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
оргија, оргии, оргијата

όργιο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
orgie, Orgy, orgie Poștă, orgii, orgia

όργιο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Orgija, orgy, Pijanka, orgiji

όργιο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
orgie, orgia

Στατιστικά δημοτικότητας: όργιο

Τυχαίες λέξεις