Проталкивать στα ελληνικά
Μετάφραση: проталкивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζουλώ, σπρώχνω, πατικώνω, κολοκύθι, σπρώξιμο, ώθηση, ώθησης, πάτημα, πίεσης, προώθησης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ангола στα ελληνικά - Αγκόλα, Ανγκόλα, Αγκόλας, την Αγκόλα, της Αγκόλας
- богословие στα ελληνικά - θεολογία, θεολογίας, Θεολογικής, Θεολογική, τη θεολογία
- выпечка στα ελληνικά - ψήσιμο, ψησίματος, το ψήσιμο, αρτοποιίας, σόδα
- жеманство στα ελληνικά - επιτήδευση, εκζήτηση, νάζια, επηρεασμού, επηρεασμός, προσποίηση
Τυχαίες λέξεις
Проталкивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζουλώ, σπρώχνω, πατικώνω, κολοκύθι, σπρώξιμο, ώθηση, ώθησης, πάτημα, πίεσης, προώθησης
Μεταφράσεις: ζουλώ, σπρώχνω, πατικώνω, κολοκύθι, σπρώξιμο, ώθηση, ώθησης, πάτημα, πίεσης, προώθησης