Протестовать στα ελληνικά
Μετάφραση: протестовать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κωπηλατώ, καβγάς, σειρά, διαμαρτύρομαι, αντικείμενο, αποδοκιμάζω, διαμαρτυρία, αντιτείνω, διαμαρτυρίες, διαμαρτυρίας, ένδειξη διαμαρτυρίας, διαδήλωση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бандитизм στα ελληνικά - ληστεία, ληστείες, ληστείας, οι ληστείες, τις ληστείες
- благоухать στα ελληνικά - αναπνέω, αναπνέετε, αναπνέει, αναπνέουν, αναπνεύσει
- возмущаться στα ελληνικά - κόψιμο, κόβω, κοπή, δυσανασχετούν, δυσφορούν, αγανακτούν, δυσανασχετούν με, ...
- депрессивный στα ελληνικά - καταθλιπτική, κατάθλιψης, καταθλιπτικά, καταθλιπτικές, καταθλιπτικών
Τυχαίες λέξεις
Протестовать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κωπηλατώ, καβγάς, σειρά, διαμαρτύρομαι, αντικείμενο, αποδοκιμάζω, διαμαρτυρία, αντιτείνω, διαμαρτυρίες, διαμαρτυρίας, ένδειξη διαμαρτυρίας, διαδήλωση
Μεταφράσεις: κωπηλατώ, καβγάς, σειρά, διαμαρτύρομαι, αντικείμενο, αποδοκιμάζω, διαμαρτυρία, αντιτείνω, διαμαρτυρίες, διαμαρτυρίας, ένδειξη διαμαρτυρίας, διαδήλωση