Против στα ελληνικά
Μετάφραση: против, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατά, εναντίον, έναντι, σχέση με, σε σχέση, σε σχέση με, έναντι του
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бедняжка στα ελληνικά - κακόμοιρος, καημένο, φτωχό, κακόμοιρο, φτωχούς μικρά
- визирь στα ελληνικά - βεζίρης, Βεζύρη, βεζίρη, Βεζύρης, Vizier
- висконсин στα ελληνικά - Ουισκόνσιν, Wisconsin, ωησθονσην, του Ουισκόνσιν, του Wisconsin
- гибельный στα ελληνικά - ουσιώδης, άσχημος, ζωτικός, θανατηφόρος, καταστροφικός, ολέθριος, κακός, ...
Τυχαίες λέξεις
Против στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατά, εναντίον, έναντι, σχέση με, σε σχέση, σε σχέση με, έναντι του
Μεταφράσεις: κατά, εναντίον, έναντι, σχέση με, σε σχέση, σε σχέση με, έναντι του