Противиться στα ελληνικά
Μετάφραση: противиться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εναντιώνομαι, αντικείμενο, αντιτείνω, αντιτίθεμαι, θυρίδα, αντισταθεί, αντισταθούν, αντιστέκονται, αντιστέκεται, να αντισταθεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- анемоскоп στα ελληνικά - ανεμοσκόπιο
- гипотетический στα ελληνικά - υποθετικός, θεωρητικός, εικαστικός, κερδοσκοπικός, ΥΠΟΘΕΤΙΚΑ, υποθετική, υποθετικό, ...
- грог στα ελληνικά - γκρόγκ, Γκρογκ, κοπανισμένης, grog, μεθυστικό ποτό
- желательный στα ελληνικά - άξιος, κατάλληλος, επιθυμητός, συνετό, συνετός, εκλέξιμος, εκλόγιμος, ...
Τυχαίες λέξεις
Противиться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εναντιώνομαι, αντικείμενο, αντιτείνω, αντιτίθεμαι, θυρίδα, αντισταθεί, αντισταθούν, αντιστέκονται, αντιστέκεται, να αντισταθεί
Μεταφράσεις: εναντιώνομαι, αντικείμενο, αντιτείνω, αντιτίθεμαι, θυρίδα, αντισταθεί, αντισταθούν, αντιστέκονται, αντιστέκεται, να αντισταθεί