Противоречивый στα ελληνικά

Μετάφραση: противоречивый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ταλαντευόμενος, ειρωνικός, στραβός, αμφισβητήσιμος, επίμαχος, αμφιλεγόμενος, αντιφατικός, αντιφατικές, αντιφατική, αντιφατικό, αντιφατικά
Противоречивый στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ажурный στα ελληνικά - λεπτός, φίνος, μαλθακός, διχτυωτό, διάτρητη, openwork, δικτυωτού
  • варить στα ελληνικά - φτιάχνω, ποτό, βράζω, βράσιμο, μαγειρεύω, κάνω, κατασκευάζω, ...
  • взбрызгивать στα ελληνικά - πασπαλίζω, ραντίζω, πασπάλισμα, ψεκάζεται, ψεκάζονται
  • высоковольтный στα ελληνικά - υψηλής τάσης, υψηλής τάσεως, υψηλού δυναμικού, ρεύματος υψηλής τάσης
Τυχαίες λέξεις
Противоречивый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ταλαντευόμενος, ειρωνικός, στραβός, αμφισβητήσιμος, επίμαχος, αμφιλεγόμενος, αντιφατικός, αντιφατικές, αντιφατική, αντιφατικό, αντιφατικά