Протяжение στα ελληνικά

Μετάφραση: протяжение, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απόσταση, τεντώνω, τεντώνομαι, διάστημα, εξάπλωση, βύθισμα, βαθμός, διαστολή, έκταση, συνέχεια, επέκταση, εκτείνομαι, μήκος, περιοχή, προέκταση, τεζάρω, τέντωμα, τεντώστε, stretch, επιμήκυνση
Протяжение στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • аристократия στα ελληνικά - αριστοκρατία, αριστοκρατίας, αριστοκράτες, της αριστοκρατίας, την αριστοκρατία
  • бережливость στα ελληνικά - λιτότητα, σωφροσύνη, λιτότης, thrift, λιτότητας, φειδώ
  • герб στα ελληνικά - οικόσημο, θυρεός, θυρεό, εθνόσημο, κάλυψη των όπλων
  • естественный στα ελληνικά - ωμός, φυσικός, φυσικό, φυσικών, φυσικά, φυσικού
Τυχαίες λέξεις
Протяжение στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απόσταση, τεντώνω, τεντώνομαι, διάστημα, εξάπλωση, βύθισμα, βαθμός, διαστολή, έκταση, συνέχεια, επέκταση, εκτείνομαι, μήκος, περιοχή, προέκταση, τεζάρω, τέντωμα, τεντώστε, stretch, επιμήκυνση